κοινολογώ

κοινολογώ
(ε) μετ. обнародовать; разглашать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοινολογώ" в других словарях:

  • κοινολογώ — και κοινολογάω κοινολόγησα, κοινολογήθηκα, κοινολογημένος, λέω κάτι στο κοινό, διαδίδω, κοινοποιώ: Προτού να κάνεις κάτι μην το κοινολογείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινολογώ — (AM κοινολογῶ, έω) νεοελλ. μσν. λέω κάτι στο κοινό, διαλαλώ, κάνω κάτι δημόσια γνωστό, κοινοποιώ, διαδίδω μσν. συζητώ μσν. αρχ. μέσ. κοινολογοῦμαι, έομαι (με δοτ. ή περί + γεν.) συνομιλώ με κάποιον, συζητώ, συσκέπτομαι, ζητώ τη γνώμη κάποιου (α.… …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • ακοινολόγητος — η, ο [κοινολογώ] 1. αυτός που δεν έχει κοινολογηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός στους πολλούς, ακοινοποίητος, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινολογηθεί, απόρρητος, μυστικός …   Dictionary of Greek

  • διαβοώ — (AM διαβοῶ, έω) κοινολογώ, φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω, διατυμπανίζω 2. μέσ. διαμαρτύρομαι φωνασκώντας 3. παθ. είμαι ή γίνομαι πασίγνωστος 4. εξυμνούμαι, επαινούμαι …   Dictionary of Greek

  • διαγνωρίζω — (Α) 1. κοινολογώ, καθιστώ κάτι γνωστό 2. ομιλώ δημόσια …   Dictionary of Greek

  • διαδίδω — (AM διαδίδω και διαδίδωμι) μεταβιβάζω από άνθρωπο σε άνθρωπο ή από πράγμα σε πράγμα, εξαπλώνω, επεκτείνω 2. κοινολογώ, διασπείρω φήμη, θέτω σε κυκλοφορία (διαδίδεται διαθρυλείται, φημολογείται) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) διαδεδομένος, η, ο (ν) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… …   Dictionary of Greek

  • διαπυρσεύω — (Α) 1. φωτίζω με πυρσό 2. κάνω σήματα με πυρσό 3. κοινολογώ, διαδίδω …   Dictionary of Greek

  • διασπείρω — (AM διασπείρω) 1. σπέρνω, ρίχνω με το χέρι μου τους σπόρους στο χώμα, έτσι ώστε να πέσουν αραιά 2. διαδίδω, κοινολογώ («διασπείρω ψευδείς ειδήσεις») 3. κατασπαταλώ αρχ. διαμοιράζω, διανέμω …   Dictionary of Greek

  • εισφέρω — (AM εἰσφέρω) 1. φέρνω, τοποθετώ μέσα 2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», Πλούτ.) νεοελλ. βοηθώ, συντελώ μσν. 1. παρουσιάζω, απεικονίζω 2. ρέπω, κλίνω σε κάτι αρχ. 1. εισέρχομαι 2. (στην Αθήνα)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»